- στεατοκήριο
- το, Νκερί με κύριο συστατικό την στεαρίνη, σπαρματσέτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος «λίπος» / κηρίον «κερί». Η λ., στον λόγιο τ. στεατοκήριον, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.